Dictionary of Greek. 2013.
υπερβλύζω — και ὑπερβλύω Α 1. ξεχειλίζω, πλημμυρίζω 2. μτφ. υπερβαίνω, παραβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βλύζω «αναβλύζω»] … Dictionary of Greek